- ἔλαμψε
- λάμπωgive lightaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
ημίφαυστος — ἡμίφαυστος, ον (Α) αυτός που φέγγει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φαυστος (< *φαυσ τός, με σ υστερογενές < θ. φαF τού ρηματικού τ. φάε «έλαμψε»)] … Dictionary of Greek
θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
Βοργίας — (ισπαν. Borja, ιταλ. Borgia). Επώνυμο ισπανικής οικογένειας από τη Χατίβα (Βαλένθια) που μετανάστευσε στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αι. και απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν δύο από τα μέλη της ανέβηκαν στον παπικό θρόνο: ο Κάλλιστος Γ’ (1455 58) και… … Dictionary of Greek
ησυχαστές — Οπαδοί θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος στο Βυζάντιο (14ος αι.). Επιδίωκαν –μέσω της απόλυτης συγκέντρωσης και της προσευχής– να περιπέσουν σε έκσταση και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. To κίνημα αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Άγιον Όρος,… … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek
λάμπω — έλαμψα 1. ακτινοβολώ, φεγγοβολώ: Ο ήλιος λάμπει. 2. μτφ., ξεχωρίζω, διαπρέπω σε κάτι: Έλαμψε ως διευθυντής της σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετέωρο — το 1. κάθε φαινόμενο που συμβαίνει στην ατμόσφαιρα, π.χ. βροχή, ουράνιο τόξο. 2. σώμα που πέφτει από τον ουρανό στη Γη, ο μετεωρίτης. 3. φρ., «Έλαμψε σαν μετέωρο», για ανθρώπους που διακρίθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα και μετά χάθηκαν από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)